ᾔομεν

Greek (Liddell-Scott)

ᾔομεν: α΄ πληθ. παρατ. τοῦ εἶμι (ibo).

Greek Monotonic

ᾔομεν: αʹ πληθ. παρατ. του εἶμι (Λατ. ibo).

Russian (Dvoretsky)

ᾔομεν: эп. 1 л. pl. impf. к εἶμι.