ᾖστε

Greek (Liddell-Scott)

ᾖστε: Ἀττ. ἀντὶ ᾔδειτε, ἴδε ἐν λ. *εἴδω.

Greek Monotonic

ᾖστε: Αττ. αντί ᾔδειτε, βʹ πληθ. υπερσ. του οἶδα, βλ. *εἴδω.