ᾠδικῶς

French (Bailly abrégé)

adv.
en musique, en cadence.
Étymologie: ᾠδικός.

Russian (Dvoretsky)

ᾠδικῶς:
1 в форме песни (Arph. - v. l. ὡδί πως);
2 с певческим искусством (ᾠδικώτερον ἄλλου δόξαι Luc.).