ᾠοτάριχον

Greek (Liddell-Scott)

ᾠοτάρῑχον: τό, τεταριχευμένον ᾠόν, κοινῶς «αὐγοτάραχον», Τζέτζ. Ἀλληγ. Ἰλ. Π. 337.