ῥέγμα

English (LSJ)

-ατος, τό, (ῥέζω (B)) that which is dyed, Ibyc.10 B; cf. ῥέγος.

German (Pape)

[Seite 837] τό, das Gefärbte; ποικίλα ῥέγματα, Ibyc. 48 b. E. M. 703, 32; VLL. erkl. βάμματα.

Greek (Liddell-Scott)

ῥέγμα: τό, (ῥέζω) τὸ βεβαμμένον, ὡς τὸ ῥέγος, Ἴβυκος 53.

Greek Monolingual

τὸ, Α ῥέζω
οτιδήποτε βαμμένο.