ῥέδη

German (Pape)

[Seite 837] ἡ, der Wagen, rheda (?).

Greek (Liddell-Scott)

ῥέδη: ἡ, Λατ. rheda, ἅμαξα, καὶ ἵππων καὶ ῥεδῶν Ἀποκάλ. Ἰωάννου ιη΄, 13· - ὑποκορ. ῥέδιον, τό, «ῥεδίων· ἁρμάτων» Ἡσύχ.

Russian (Dvoretsky)

ῥέδη: ἡ (лат. raeda) колесница NT.

Chinese

原文音譯:?šda 雷打
詞類次數:名詞(1)
原文字根:大馬車
字義溯源:(古羅馬一種考究的)驢車,四輪馬車,古時雙輪戰車,車,貨車
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 貨車(1) 啓18:13

French (New Testament)

ης (ἡ) char, chariot, type de véhicule ayant quatre roues
[lat. rheda]