ῥίνισμα

English (LSJ)

-ατος, τό, = ῥίνημα 1, Ctes.Fr.57.25 (p.101 Dind.), Antyll. ap. Orib.10.19.7, Ruf.Fr.75.

Greek (Liddell-Scott)

ῥίνισμα: τό, (ῥινίζω) = ῥίνημα, Κτησ. Ἰνδ. 25, Ὀρειβάσ. 311 Matth.

German (Pape)

τό, = ῥίνημα, Sp.