ῥευματισμός

English (LSJ)

ὁ, = ῥεῦμα (signf. III), Hp.Coac.567, Dsc.1.82, 4.64, Gal.14.276, Arch.Pap.4.270 (iii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 838] ὁ, = ῥεῦμα, der Fluß im Körper, als Krankheit, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ῥευμᾰτισμός: ὁ, ὡς καὶ νῦν, ἴδε ῥεῦμα (σημασ. ΙΙΙ.), Διοσκ. 4. 65, Γαλην., κλ.