[Seite 842] Wurzeln lesend, sammelnd (?).
ῥιζολόγος: ὁ, ἡ, ὁ συλλέγων ῥίζας, μεταγεν.
ο, η / ῥιζολόγος, ΝΜαυτός που μαζεύει ρίζες, ιδίως φαρμακευτικές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -λόγος].