ῥιπτικός
English (LSJ)
ῥιπτική, ῥιπτικόν, capable of throwing, Simp.in Ph.1228.37.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ῥιπτός
κατάλληλος, ικανός στη ρίψη.
ῥιπτική, ῥιπτικόν, capable of throwing, Simp.in Ph.1228.37.
-ή, -όν, Α ῥιπτός
κατάλληλος, ικανός στη ρίψη.