ῥοταρία

English (LSJ)

τορύνιον, Hsch. (cf. ῥατάναν, βρατάναν).

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τορύνιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥατάνη.