ῥυθμιστικός

Greek (Liddell-Scott)

ῥυθμιστικός: -ή, -όν, ὁ εὐκόλως ῥυθμιζόμενος, εὐάγωγος, Οἰκουμέν. ἐν Ἀποκαλ. 323, 31.