ῥωγμός

English (LSJ)

v. ῥωχμός (B). ῥώδιγγες· πληγαὶ ὕφαιμοι διακεκομμέναι, οἱ δὲ μώλωπες, Hsch. (also ῥώτιγγες Id.). ῥῳδιόν· τὸν ἐρῳδιόν, Id., cf. Hippon.63.

German (Pape)

[Seite 854] ὁ, = ῥωγή, Sp., auch ῥωχμή u. ῥωχμός, w. m. s.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. ῥωχμός (Ι).