ῥύπωσις

Greek (Liddell-Scott)

ῥύπωσις: -εως, ἡ, ῥύπος, λέρωμα, σπόγγῳ τὴν ῥύπωσιν ἐκμάξας Γεωργ. Πισίδ. Ἑξαήμερ. 1749, Εὐστ. Πονημάτ. 167. 58.