Ῥαμνούσιος
English (LSJ)
α, ον, Rhamnusian, Aeschin.1.157, etc.; v. sub Ῥαμνοῦς.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
du dème Ῥαμνοῦς.
Russian (Dvoretsky)
Ῥαμνούσιος: рамнунтский Dem.
α, ον, Rhamnusian, Aeschin.1.157, etc.; v. sub Ῥαμνοῦς.
ου;
adj. m.
du dème Ῥαμνοῦς.
Ῥαμνούσιος: рамнунтский Dem.