Saronic

English > Greek (Woodhouse)

(Gulf) ὁ Σαρωνικὸς κόλπος, V. ὁ Σαρωνικὸς πορθμός (Aesch., Ag. 306), or Σαρωνικὸς πόντος, ὁ (Euripides, Hipp. 1200).