δαιμονοπρόσωπος: Difference between revisions

8
(6_17)
 
(8)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''δαιμονοπρόσωπος''': -ον, ἔχων [[πρόσωπον]] δαίμονος· μτγν.
|lstext='''δαιμονοπρόσωπος''': -ον, ἔχων [[πρόσωπον]] δαίμονος· μτγν.
}}
{{grml
|mltxt=[[δαιμονοπρόσωπος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει [[πρόσωπο]] σαν τών δαιμόνων, μαύρο και αποκρουστικά άσχημο.
}}
}}