3,274,125
edits
(6_15) |
(8) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γωλεός''': ὁ, ὀπή, [[σπήλαιον]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 20, 4 (διάφ. γραφ. [[φωλεός]])· ἑτερογ. πληθ. γωλε ὰ Νίκ. Θ. 125· γωλειὰ Λυκόφρ. 376. | |lstext='''γωλεός''': ὁ, ὀπή, [[σπήλαιον]], Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 20, 4 (διάφ. γραφ. [[φωλεός]])· ἑτερογ. πληθ. γωλε ὰ Νίκ. Θ. 125· γωλειὰ Λυκόφρ. 376. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γωλεός]], ο (Α)<br />[[τρύπα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[γωλεός]] συνδέεται με τα λιθ. <i>gu</i><i>ō</i><i>lis</i>, λεττ. <i>guol’a</i> «[[κατάλυμα]], [[κρησφύγετο]], [[φωλιά]]», ενώ αμφισβητείται η [[αναγωγή]] στη [[ρίζα]] <i>geu</i>- «[[λυγίζω]], [[κάμπτω]], [[κυρτώνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[γύαλον]]). Εξάλλου δεν έχει προσδιοριστεί με [[σαφήνεια]] αν και [[κατά]] πόσο το αντίστοιχο μορφολογικά και σημασιολογικά [[φωλεός]] («[[κρύπτη]], [[καταφύγιο]] ζώων») έχει επηρεάσει αναλογικά τη [[λέξη]]]. | |||
}} | }} |