3,276,318
edits
(Bailly1_1) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=όνος (ὁ) :<br />hôte invité à un repas.<br />'''Étymologie:''' [[δαιτύς]]. | |btext=όνος (ὁ) :<br />hôte invité à un repas.<br />'''Étymologie:''' [[δαιτύς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δαιτυμών]] (-όνος), ο (AM)<br />όποιος παρακάθεται σε [[γεύμα]], ο [[ομοτράπεζος]]<br /><b>μσν.</b><br />(για πνευματική [[τροφή]]) όποιος γεύεται, όποιος απολαμβάνει [[κάτι]] («οἱ δαιτυμόνες τῆς θεοῡ τροφῆς»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όποιος φέρνει [[μαζί]] του σε κοινό [[γεύμα]] το δικό του [[φαγητό]]<br /><b>2.</b> ο τρεφόμενος με [[κάτι]], αυτός που τρώγει [[κάτι]] (για τον Κύκλωπα), «τοῡ ξένων δαιτυμόνος» — αυτός που τρέφεται με τις σάρκες τών ξένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαιτύς]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>μων</i>]. | |||
}} | }} |