γαυσός: Difference between revisions

8
(6_11)
(8)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γαυσός''': -ή, -όν, καὶ Αἰολ. γαῦσος, α, ον, [[κυρτός]], «[[στραβός]]», [[καμπύλος]], μηρ ὸς Ἱππ. Ἀγμ. 765, Ἄρθρ. 837· ― γαυσόομαι, εἶμαι [[κυρτός]], κυρτοῦμαι, Σωραν. Med. Min. 1. 251.
|lstext='''γαυσός''': -ή, -όν, καὶ Αἰολ. γαῦσος, α, ον, [[κυρτός]], «[[στραβός]]», [[καμπύλος]], μηρ ὸς Ἱππ. Ἀγμ. 765, Ἄρθρ. 837· ― γαυσόομαι, εἶμαι [[κυρτός]], κυρτοῦμαι, Σωραν. Med. Min. 1. 251.
}}
{{grml
|mltxt=[[γαυσός]], -ή, -όν και γαῡσος, -α, -ον (Α)<br />[[κυρτός]], [[στραβός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[γαυσός]] (από ρ. <i>g∂u</i>/<i>γαυ</i><br />«[[κούφιος]], [[στρογγυλός]]») έχει σχηματισμό ανάλογο [[προς]] τα επίθ. σε -<i>σός</i>, που αποτελούν λέξεις της καθημερινής γλώσσας (<b>[[πρβλ]].</b> [[βλαισός]] «[[στρεβλός]]», [[λοξός]], [[φοξός]] «[[οξύς]], [[μυτερός]]»)].
}}
}}