ψεκτικός: Difference between revisions

47c
(6_11)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψεκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν νὰ ψέγῃ, [[μεμπτικός]], φιλοκατήγορος, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλεξ. 4. 1, [[Πολυδ]]. Ε΄, 118. - Ἐπίρρ. -κῶς, [[Πολυδ]]. [[αὐτόθι]].
|lstext='''ψεκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν νὰ ψέγῃ, [[μεμπτικός]], φιλοκατήγορος, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλεξ. 4. 1, [[Πολυδ]]. Ε΄, 118. - Ἐπίρρ. -κῶς, [[Πολυδ]]. [[αὐτόθι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ψεκτικός]], -ή -όν, ΝΑ [[ψέκτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψέκτη ή στον ψόγο, [[επικριτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[φιλοκατήγορος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ψεκτικῶς</i> Α<br />με επικριτικό τρόπο.
}}
}}