χωριστός: Difference between revisions

47c
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />séparé ; <i>fig.</i> abstrait.<br />'''Étymologie:''' [[χωρίζω]].
|btext=ή, όν :<br />séparé ; <i>fig.</i> abstrait.<br />'''Étymologie:''' [[χωρίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χωριστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[χωρίζω]]<br />χωρισμένος, μεμονωμένος, [[μόνος]], [[ιδιαίτερος]] (α. «έχουν χωριστές κρεβατοκάμαρες» β. «χωριστῷ τόπῳ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[χωριστός]] [[φθόγγος]]»<br /><b>μουσ.</b> [[φθόγγος]] μη συνδεδεμένος με άλλους σε ενιαία [[φράση]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ξεχωριστός]], [[εκλεκτός]] («[[μέσα]] στον κόσμο χωριστή, [[μέσα]] σε τόσες μία», Παλαμ.<br />β. «ἐκράτησεν τοὺς [[δώδεκα]] τοὺς χωριστοὺς ἐκείνους», Διήγ. Αχιλλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(φιλοσ.)</b> α) (για τις πλατωνικές ιδέες) αυτός που έχει ιδιαίτερη [[υπόσταση]], [[αυθύπαρκτος]] («χωριστὰς τῆς ὕλης ἰδέας», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) (για [[έννοια]]) [[αφηρημένος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «χωριστὸν [[κτῆμα]]» — [[δούλος]] τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να απαλλοτριώσει (<b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χωριστά]] / <i>χωριστῶς</i>, ΝΑ<br />[[χώρια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκτός]].
}}
}}