ψυγμός: Difference between revisions

1,127 bytes added ,  29 September 2017
47c
(6_14)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψυγμός''': ὁ, [[ψῦξις]], ρῖγος, κρύωμα, [[ὑγρασία]], Πορφύρ. περὶ Ἀποχῆς Ἐμψ. Ι. 28. 2) τὸ [[ῥῖγος]] πυρετοῦ, Μανέθων 2. 443, [[Πολυδ]]. Δ΄, 186. ΙΙ. [[τόπος]] πρὸς ξήρανσιν, ψυγμὸς σαγηνῶν ἔσται (δηλ. ἡ Τύρος), [[τόπος]] διὰ στέγνωμα δικτύων, Ἐβδ. (Ἰεζεκ. ΚϚ΄, 5, 14).
|lstext='''ψυγμός''': ὁ, [[ψῦξις]], ρῖγος, κρύωμα, [[ὑγρασία]], Πορφύρ. περὶ Ἀποχῆς Ἐμψ. Ι. 28. 2) τὸ [[ῥῖγος]] πυρετοῦ, Μανέθων 2. 443, [[Πολυδ]]. Δ΄, 186. ΙΙ. [[τόπος]] πρὸς ξήρανσιν, ψυγμὸς σαγηνῶν ἔσται (δηλ. ἡ Τύρος), [[τόπος]] διὰ στέγνωμα δικτύων, Ἐβδ. (Ἰεζεκ. ΚϚ΄, 5, 14).
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α [[ψύχω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[τόπος]] [[κατάλληλος]] για [[ξήρανση]] («ἐβάσταζον ἡμῶν θήκας λαχανοσπέρμου εἰς ἕτερον ψυγμόν», πάπ.)<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) [[μέρος]] κατάλληλο για το [[στέγνωμα]] διχτιών («[[ψυγμός]] σαγηνῶν ἔσται ἐν μέσῳ θαλάσσης», ΠΔ).———————— <b>(II)</b><br />και [[ψυχμός]], ὁ, Α [[ψύχω]] (II)]<br /><b>1.</b> [[κρύο]] ή [[υγρασία]] («ψυγμοῡ πλήρους ὄντος τοῡ τόπου, Πορφ.)<br /><b>2.</b> [[ρίγος]]<br /><b>3.</b> [[τροφή]] ή [[ποτό]] για [[τόνωση]] του οργανισμού («ἔψυξαν ἑαυτοὺς ψυγμούς», ΠΔ)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[μαρασμός]] («ὁ ψυγμὸς τῆς ἀγάπης πεποίηκε μυστήρια», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «Ψυγμοῡ λιμὴν» — παράλιο της Αιθιοπίας.
}}
}}