ψοφητικός: Difference between revisions

47c
(6_11)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψοφητικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ κάμῃ θόρυβον ἢ νὰ παραγάγῃ ἦχον, ἐπὶ ζῴων, κατ’ ἀντίθεσιν [[πρός]] τε τὰ ἄφωνα καὶ τὰ φωνήεντα, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 29· τὰ ψοφητικά, τὰ ψοφεῖν δυνάμενα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ὁρατά, ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 2. 11, 8, πρβλ. 2. 8, 6.
|lstext='''ψοφητικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ κάμῃ θόρυβον ἢ νὰ παραγάγῃ ἦχον, ἐπὶ ζῴων, κατ’ ἀντίθεσιν [[πρός]] τε τὰ ἄφωνα καὶ τὰ φωνήεντα, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 29· τὰ ψοφητικά, τὰ ψοφεῖν δυνάμενα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ὁρατά, ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 2. 11, 8, πρβλ. 2. 8, 6.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [<i>ψοφῶ</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> (για ζώο) αυτός που μπορεί να παράγει ψόφο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ψοφητικόν</i><br />[[καθετί]] που μπορεί να κάνει θόρυβο.
}}
}}