ὡραΐζω: Difference between revisions

47c
(6_13a)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὡρᾱΐζω''': μέλλ. ΐσω, συνηρ. ὡρᾴζω, (ὥρα Β. ΙΙ), [[καλλύνω]], κοσμῶ, [[καλλωπίζω]], περικοσμῶ, Εὐμάθ. σ. 6, Ἀριστείδ. Κοϊντυλ. σ. 72· χάρισιν ὡράϊσε τιμίων λίθων Συλλ. Ἐπιγρ. 8792, πρβλ. 8686· - ἀλλὰ, ΙΙ. κατὰ τὸ πλείστον ἐν χρήσει ἐν τῷ παθ., [[ἀκμάζω]], ἀνθῶ, ἐκ νεανικοῦ κάλλους, Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 1· αἱ παρειαὶ ὡρ. Καλλίστρ. 897· ἐν κάλλει Ἀρισταίν. 2. 102· ὡραϊσμένη ἐπικτήτοις σοφίσμασι, ἐντέχνως κεκοσμημένη, [[ἔντεχνος]], Λουκ. Ἔρωτες 38. 2) σεμνύνομαι, μεγαλύνομαι, ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 23· ὡς ὡραΐζεθ· ἡ [[τύχη]] πρὸς τοὺς βίους Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 291· [[ὅθεν]] ὁ Meineke διορθοῖ ὡρᾴζεται (Κῶδ. Ραβ. ὁρείζεται) ἀντὶ ὁρίζεται ἐν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 202.
|lstext='''ὡρᾱΐζω''': μέλλ. ΐσω, συνηρ. ὡρᾴζω, (ὥρα Β. ΙΙ), [[καλλύνω]], κοσμῶ, [[καλλωπίζω]], περικοσμῶ, Εὐμάθ. σ. 6, Ἀριστείδ. Κοϊντυλ. σ. 72· χάρισιν ὡράϊσε τιμίων λίθων Συλλ. Ἐπιγρ. 8792, πρβλ. 8686· - ἀλλὰ, ΙΙ. κατὰ τὸ πλείστον ἐν χρήσει ἐν τῷ παθ., [[ἀκμάζω]], ἀνθῶ, ἐκ νεανικοῦ κάλλους, Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 1· αἱ παρειαὶ ὡρ. Καλλίστρ. 897· ἐν κάλλει Ἀρισταίν. 2. 102· ὡραϊσμένη ἐπικτήτοις σοφίσμασι, ἐντέχνως κεκοσμημένη, [[ἔντεχνος]], Λουκ. Ἔρωτες 38. 2) σεμνύνομαι, μεγαλύνομαι, ὡρᾳζομένη καὶ θρυπτομένη Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 23· ὡς ὡραΐζεθ· ἡ [[τύχη]] πρὸς τοὺς βίους Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 291· [[ὅθεν]] ὁ Meineke διορθοῖ ὡρᾴζεται (Κῶδ. Ραβ. ὁρείζεται) ἀντὶ ὁρίζεται ἐν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 202.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὡραΐζω]], ΝΜΑ, και συνηρ. τ. ᾡράζω Α [[ὡραῑος]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] [[ωραίο]], [[καλλωπίζω]], [[εξωραΐζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τιμώ]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ὡραΐζομαι</i><br />α) (κυριολ. και μτφ.) στολίζομαι με [[τέχνη]] (α. «γυνὴ ὡραϊσμένη ἐπικτήτοις σοφίσμασι», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «ἐγκρατείᾳ ὡραϊζόμενος», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> (για ρήτορα) [[κάνω]] [[επίδειξη]] της ρητορικής μου<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> α) βρίσκομαι στην [[ακμή]] της νεανικής μου ομορφιάς («ὡραϊζομένη ἐν ζῶντι κάλλει», Αρισταίν.)<br />β) [[καυχώμαι]], [[υπερηφανεύομαι]].
}}
}}