ὠχραντικός: Difference between revisions

47c
(6_11)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠχραντικός''': -ή, -όν, ὁ ποιῶν τινα ὠχρόν, μόνον ἐν τῷ ἐπιρρ. -κῶς κινεῖσθαι, πάσχειν, ἐπὶ τὼν ἰκτερικῶν οἵτινες τὰ πάντα βλέπουσιν ἔχοντα χροιάν τινα ὠχράν. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 192, 198.
|lstext='''ὠχραντικός''': -ή, -όν, ὁ ποιῶν τινα ὠχρόν, μόνον ἐν τῷ ἐπιρρ. -κῶς κινεῖσθαι, πάσχειν, ἐπὶ τὼν ἰκτερικῶν οἵτινες τὰ πάντα βλέπουσιν ἔχοντα χροιάν τινα ὠχράν. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 192, 198.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὠχραίνω]]<br />αυτός που καθιστά κάποιον ή [[κάτι]] ωχρό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὠχραντικῶς</i> Α<br />([[ιδίως]] για τους πάσχοντες από ίκτερο) [[κατά]] τρόπο ωχραντικό.
}}
}}