ὠχρός: Difference between revisions

2,381 bytes added ,  29 September 2017
47c
(Bailly1_5)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />d’un jaune pâle, pâle.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. sûre.
|btext=ά, όν :<br />d’un jaune pâle, pâle.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. sûre.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὠχρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] της ώχρας, [[υποκίτρινος]] (α. «ωχρή όψη» β. «αἰσχυνθεὶς γὰρ τις, ἐρυθρὸς ἐγένετο<br />και φοβηθείς,[[ὠχρός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συνεκδ.</b> α) (<b>για πρόσ.</b>) [[χλομός]], [[ασθενικός]]<br />β) [[ασαφής]], [[αμυδρός]], [[άτονος]] («ωχρή [[ανάμνηση]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ωχρό [[σωμάτιο]]»<br />(ανατ.-βιολ.) αδενική [[δομή]] του θηλυκού αναπαραγωγικού συστήματος, που σχηματίζεται περιοδικά στην [[ωοθήκη]] από το ώριμο [[ωοθυλάκιο]] [[μετά]] την [[ωορρηξία]] και παράγει [[προγεστερόνη]] και άλλα οιστρογόνα<br />β) «ωχροί σύνδεσμοι»<br /><b>ανατ.</b> [[βραχείς]] σύνδεσμοι [[μεταξύ]] τών τόξων τών σπονδύλων<br />γ) «ωχρή [[σφαίρα]]»<br /><b>ανατ.</b> [[μοίρα]] του ραβδωτού σώματος του εγκεφάλου<br />δ) «ωχρή [[κηλίδα]]»<br />(ανατ.-φυσιολ.) μικρή [[κατάδυση]] του αμφιβληστροειδούς χιτώνα, κιτρινωπού χρώματος, αντίστοιχα με το οπίσθιο [[άκρο]] ενός νοητού άξονα που συνδέει το [[κέντρο]] της κόρης και του κρυσταλλοειδούς φακού με τον βυθό του οφθαλμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὠχρόν</i><br />α) το κίτρινο [[χρώμα]]<br />β) ο [[κρόκος]] του αβγού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του επιθ. <i>ὠ</i>-<i>χρός</i> με το αρχ. ινδ. <i>vy</i>-<i>ā</i>-<i>ghra</i>- «[[τίγρις]]» και η [[υπόθεση]] ότι ο [[αρκτικός]] [[φωνηεντισμός]] <i>ω</i>- [[είναι]] προθεματικό [[φωνήεν]] δεν θεωρείται πιθανή].
}}
}}