ἐπίσταθμος: Difference between revisions

13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui séjourne ; ὁ [[ἐπίσταθμος]] :<br /><b>1</b> officier chargé de faire préparer des logements;<br /><b>2</b> gouverneur ; <i>p. anal.</i> [[ἐπίσταθμος]] συμποσίου PLUT président d’un festin.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἵστημι]].
|btext=ος, ον :<br />qui séjourne ; ὁ [[ἐπίσταθμος]] :<br /><b>1</b> officier chargé de faire préparer des logements;<br /><b>2</b> gouverneur ; <i>p. anal.</i> [[ἐπίσταθμος]] συμποσίου PLUT président d’un festin.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἵστημι]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπίσταθμος]], -ον) [[σταθμός]]<br />αυτός που σταθμεύει σε έναν [[τόπο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[επίσταθμος]]<br />ο [[επιμελητής]] της επισταθμίας, αυτός που πήρε [[εντολή]] να προετοιμάσει [[επισταθμία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[φρουρός]] στην είσοδο σταθμού<br /><b>2.</b> ο [[υπεύθυνος]] του συμποσίου<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἐπίσταθμος]]<br />[[επόπτης]] της διοίκησης<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[ἐπίσταθμα]]<br />πρόσθετα [[σταθμά]].
}}
}}