3,277,020
edits
(6_16) |
(12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξιλαστήριος''': -ον, [[ἱλαστήριος]], [[ἐξιλεωτικός]], Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β΄ 486· καὶ ἐξιλαστικός, ή, όν, Κορνοῦτ. π. Θ. Φύσ. 32 ἐν τέλ., Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 268. | |lstext='''ἐξιλαστήριος''': -ον, [[ἱλαστήριος]], [[ἐξιλεωτικός]], Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β΄ 486· καὶ ἐξιλαστικός, ή, όν, Κορνοῦτ. π. Θ. Φύσ. 32 ἐν τέλ., Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 268. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐξιλαστήριος]], -ον)<br />αυτός που προσφέρεται για εξιλασμό («εξιλαστήριοι προσφοραί»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «εξιλαστήριο [[θύμα]]» — [[κάποιος]] [[τελείως]] ή [[σχεδόν]] [[αθώος]], ο [[οποίος]] τιμωρείται ή μειώνεται για να κατασιγάσει την [[οργή]] τών πολλών ή τών ισχυρών, [[χωρίς]] να τιμωρηθούν οι πραγματικοί ένοχοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αμάρτυρος]] τ. <i>ιλαστήρ</i> ([[ιλάσκομαι]])]. | |||
}} | }} |