ἐπίμομφος: Difference between revisions

13
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />blâmable, regrettable.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμέμφομαι]].
|btext=ος, ον :<br />blâmable, regrettable.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμέμφομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίμομφος]], -ον (Α) [[επιμέμφομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να κατηγορεί<br /><b>2.</b> (για οιωνό) [[απαίσιος]].
}}
}}