ἐπιχέζω: Difference between revisions

14
(6_13a)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιχέζω''': μέλλ. -χεσοῦμαι, [[χέζω]] ἐπί, Ἀριστοφ. Λυσ. 440, Ἐκκλ. 640· πρκμ. ἐπικέχοδα, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 68.
|lstext='''ἐπιχέζω''': μέλλ. -χεσοῦμαι, [[χέζω]] ἐπί, Ἀριστοφ. Λυσ. 440, Ἐκκλ. 640· πρκμ. ἐπικέχοδα, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 68.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιχέζω]] (Α)<br />[[χέζω]] [[επάνω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]].
}}
}}