εὐδιάγνωστος: Difference between revisions

14
(6_18)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδιάγνωστος''': -ον, ὃν εὐκόλως διακρίνει τις, Γαλην. τ. 14. σ. 63. 10, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 668, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασιλ. Ταξ. σ. 3Α, κλ.
|lstext='''εὐδιάγνωστος''': -ον, ὃν εὐκόλως διακρίνει τις, Γαλην. τ. 14. σ. 63. 10, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 668, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασιλ. Ταξ. σ. 3Α, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐδιάγνωστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός ο [[οποίος]] αναγνωρίζεται εύκολα<br /><b>2.</b> (για νόσο) [[εκείνη]] της οποίας [[είναι]] εύκολη η [[διάγνωση]]<br /><b>3.</b> πολύ [[γνωστός]], [[πασίγνωστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>δια</i>-[[γνωστός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δια</i>-[[γιγνώσκω]])].
}}
}}