ἐριοφόρος: Difference between revisions

14
(6_19)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐριοφόρος''': -ον, φέρων [[ἔριον]], [[δένδρον]] ἐρ., τὸ φυτὸν τοῦ βάμβακος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἰστ. 4. 7, 7.
|lstext='''ἐριοφόρος''': -ον, φέρων [[ἔριον]], [[δένδρον]] ἐρ., τὸ φυτὸν τοῦ βάμβακος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἰστ. 4. 7, 7.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (AM [[ἐριοφόρος]], -ον)<br />αυτός που φέρει ή παράγει [[έριο]] ή [[ουσία]] όμοια με [[έριο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το εριοφόρο</i><br />[[γένος]] [[φυτών]] της οικογένειας τών κυπειρωδών<br /><b>2.</b> [[φάρμακο]] το οποίο δίνεται για την [[καταπολέμηση]] σκουληκιών που αναπτύσσονται στα έντερα και ως στυπτικό τών εντέρων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «ἐριοφόρον [[δένδρον]]» — το [[φυτό]] [[βαμβάκι]]<br />β) «[[ἐριοφόρος]] [[βολβός]]» — το [[φυτό]] θαλασσινό [[παγκράτιο]], [[κρίνος]] της θάλασσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έριο]](-<i>ν</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])].
}}
}}