εὐαρμοστία: Difference between revisions

14
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />heureux accord, juste proportion, harmonie : [[εὐαρμοστία]] πρὸς ἔντευξιν PLUT abord affable.<br />'''Étymologie:''' [[εὐάρμοστος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />heureux accord, juste proportion, harmonie : [[εὐαρμοστία]] πρὸς ἔντευξιν PLUT abord affable.<br />'''Étymologie:''' [[εὐάρμοστος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐαρμοστία]], ἡ (ΑΜ) [[ευάρμοστος]]<br />η καλή [[αρμογή]], [[σύνδεση]], [[συναρμογή]], ο [[καλός]] [[δεσμός]], [[σύνδεσμος]]<br /><b>μσν.</b><br />η καλή σωματική [[διάπλαση]], η [[χάρη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για διαθέσεις ή τρόπους τών ανθρώπων) α) [[αρμοδιότητα]], [[καταλληλότητα]]<br />β) <b>φρ.</b> «[[εὐαρμοστία]] πρὸς ἔντευξιν» — [[φιλοφροσύνη]]<br /><b>3.</b> (για [[πολιτική]] [[συμφωνία]]) [[σύμβαση]].
}}
}}