ἐρίσπορος: Difference between revisions

14
(6_16)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρίσπορος''': -ον, [[καλῶς]] ἐσπαρμένος, αἶα Ὀππ. Κυν. 2. 119. ἐρισταλκής, ές, πλημμελὴς [[ἀνάγνωσις]] Kenyon παρὰ Βακχυλίδῃ VII. 7. ὁ Blass ἀνέγνω ὀρθῶς: ἀρισταλκής, ές, ἔχων ἀρίστην, πολεμικωτάτην ἀλκήν.
|lstext='''ἐρίσπορος''': -ον, [[καλῶς]] ἐσπαρμένος, αἶα Ὀππ. Κυν. 2. 119. ἐρισταλκής, ές, πλημμελὴς [[ἀνάγνωσις]] Kenyon παρὰ Βακχυλίδῃ VII. 7. ὁ Blass ἀνέγνω ὀρθῶς: ἀρισταλκής, ές, ἔχων ἀρίστην, πολεμικωτάτην ἀλκήν.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρίσπορος]], -ον (Α)<br />ο σπαρμένος καλά («[[ἐρίσπορος]] αἶα», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατικό [[μόριο]] <i>ερι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σπόρος]].
}}
}}