εὐίατος: Difference between revisions

15
(6_15)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐίᾱτος''': -ον, ([[ἰάομαι]]) [[εὐθεράπευτος]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 790 Ξεν. Ἱππ. 4. 2· εὐιατότερος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 2, 10, κ. ἀλλ.
|lstext='''εὐίᾱτος''': -ον, ([[ἰάομαι]]) [[εὐθεράπευτος]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 790 Ξεν. Ἱππ. 4. 2· εὐιατότερος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 2, 10, κ. ἀλλ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐίατος]], -ον, Α ιων. τ. εὐίητος, -ον)<br />αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ιατός]] «[[θεραπεύσιμος]]» <span style="color: red;"><</span> [[ιώμαι]]].
}}
}}