εὐκατάγνωστος: Difference between revisions

15
(6_16)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐκατάγνωστος''': -ον, ἀξιοκατάκριτος, ἀξιόμεμπτος, Καν. τῆς ἐν Ἐφέσῳ Συνόδ. σ. 247. 32.
|lstext='''εὐκατάγνωστος''': -ον, ἀξιοκατάκριτος, ἀξιόμεμπτος, Καν. τῆς ἐν Ἐφέσῳ Συνόδ. σ. 247. 32.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐκατάγνωστος]], -ον (Α)<br />αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κατα</i>-<i>γνωστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-[[γιγνώσκω]] «[[καταδικάζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[κατά]]-<i>γνωστος</i>].
}}
}}