εὐέκφορος: Difference between revisions

15
(6_16)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐέκφορος''': -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ῥᾳδίως κυοφοροῦσα καὶ τίκτουσα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 11.
|lstext='''εὐέκφορος''': -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ῥᾳδίως κυοφοροῦσα καὶ τίκτουσα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 11.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐέκφορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[γυναίκα]]) αυτή που έχει εύκολο τοκετό<br /><b>2.</b> [[εύκολος]] στην [[προφορά]], στην [[απαγγελία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>έκ</i>-<i>φορος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εκ</i>-[[φέρω]])].
}}
}}