εὔκαυστος: Difference between revisions

15
(6_16)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔκαυστος''': -ον, εὐκόλως καιόμενος, [[εὔφλεκτος]], Θεοφρ. π. Πυρός 72, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Είρ. 1134: - [[εὔκαυστος]] παρὰ Φωτ. ἐν λ. πισσοκώνη.
|lstext='''εὔκαυστος''': -ον, εὐκόλως καιόμενος, [[εὔφλεκτος]], Θεοφρ. π. Πυρός 72, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Είρ. 1134: - [[εὔκαυστος]] παρὰ Φωτ. ἐν λ. πισσοκώνη.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκαυστος]], -ον και [[εὔκαυτος]], -ον)<br />αυτός που καίγεται ή αναφλέγεται εύκολα, ο [[εύφλεκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[καυστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[καίω]])].
}}
}}