θαμνοειδής: Difference between revisions

16
(6_7)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θαμνοειδής''': -ές, ἐκ τοῦ εἴδους τῶν θάμνων, [[ὅμοιος]] θάμνῳ, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 17, 3, Διοσκ. 3. 130., 4. 110.
|lstext='''θαμνοειδής''': -ές, ἐκ τοῦ εἴδους τῶν θάμνων, [[ὅμοιος]] θάμνῳ, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 17, 3, Διοσκ. 3. 130., 4. 110.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[θαμνοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με θάμνο («θαμνοειδές [[φυτό]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θαμνοειδώς</i><br />υπό [[μορφή]] θάμνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάμνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>άτρακτο</i>-<i>ειδής</i>, <i>δυσ</i>-<i>ειδής</i>].
}}
}}