εὐσταλής: Difference between revisions

15
(Bailly1_2)
(15)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> bien équipé;<br /><b>2</b> dont l’équipement est bien proportionné <i>ou</i> ne surcharge pas ; léger, alerte, souple;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> de tenue correcte;<br /><b>4</b> aisé, facile.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στέλλω]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> bien équipé;<br /><b>2</b> dont l’équipement est bien proportionné <i>ou</i> ne surcharge pas ; léger, alerte, souple;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> de tenue correcte;<br /><b>4</b> aisé, facile.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στέλλω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐσταλής]], -ές)<br />με [[ωραίο]] [[παράστημα]] και ευπρεπή [[ενδυμασία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ευπρεπής]], [[κόσμιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατιώτη) ο [[ελαφρά]] οπλισμένος<br /><b>2.</b> ο [[ελαφρός]] («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[πρόσφορος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>4.</b> [[ευμεταχείριστος]]<br /><b>5.</b> [[άνετος]], [[εύκολος]] («πλοῡς [[εὐσταλής]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συμπαγής]], [[στερεός]]<br /><b>7.</b> (για [[τροφή]]) σε κανονική [[ποσότητα]]<br /><b>8.</b> αυτός που έχει κανονική [[διατροφή]] («ταῑς διαίταις εὐσταλεῑς ὄντες», Δίων Κάσσ.)<br /><b>9.</b> (για ενδύματα) ο [[κομψός]]<br /><b>10.</b> αυτός που γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα («εὐσταλεῑς ἐποίησε τὰς ἱερουργίας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐσταλές</i><br />η κατάλληλη [[προετοιμασία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσταλῶς</i> (ΑΜ) (Α και εὐσταλέως)<br />ευπρεπώς, με [[σεμνότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ενδύματα) με καλό τρόπο ραψίματος<br /><b>2.</b> (για στρατιώτες) με ελαφρό οπλισμό<br /><b>3.</b> (για επιδέσμους) [[στερεά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σταλής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εστάλην</i> του [[στέλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>σταλής</i>, <i>μονο</i>-<i>σταλής</i>].
}}
}}