3,276,318
edits
(SL_1) |
(17) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>θῠςᾰνος</b> <br /> <b>1</b> [[fringe]] “[[κῶας]] αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ” (P. 4.231) | |sltr=<b>θῠςᾰνος</b> <br /> <b>1</b> [[fringe]] “[[κῶας]] αἰγλᾶεν χρυσέῳ θυσάνῳ” (P. 4.231) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[θύσανος]])<br />[[άθροισμα]] ισομεγέθων νημάτων που δένονται [[μαζί]] [[σφιχτά]] στο ένα [[άκρο]] ενώ στο [[άλλο]] αφήνονται ελεύθερα, [[κροσσός]], [[κρόσσι]], [[φούντα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μετεωρ.)</b> [[ένας]] από τους [[τέσσερεις]] πρωτεύοντες τύπους στους οποίους διακρίνονται τα νέφη<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> [[τύπος]] νηματώδους ταξιανθίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ θύσανοι</i><br />(για την [[αιγίδα]] ή τη [[ζώνη]] της Αθηνάς) κροσσωτό [[κόσμημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]] ανάγεται σε ΙΕ <i>dhudh</i>-, παρεκτεταμένη [[μορφή]] της ρίζας <i>dhu</i>- «[[σείω]]», απ' όπου προέκυψε [[αμάρτυρος]] τ. <i>θύθ</i>-<i>yα</i> που συνδέεται με το λεττον. <i>duša</i> «[[δεμάτι]] [[άχυρο]]» και το αρχ. ινδ. <i>dudhi</i> «[[ορμητικότητα]]». Από τον τ. <i>θύθ</i>-<i>yα</i> προέκυψε μέσω ενός [[επίσης]] αμάρτυρου τ. <i>θύσσα</i> και με την κατάλ. -<i>ανος</i> ο τ. [[θύσανος]]. Πάντως παραμένει δυσερμήνευτη η [[απλοποίηση]] του [[διπλού]] -<i>σσ</i>-, δεδομένου [[μάλιστα]] ότι η [[παρουσία]] του στο παρ. [[θυσσανόεις]] επιβάλλεται από μετρικούς λόγους, ενώ και η [[γλώσσα]] του Ησυχίου <i>θύσσεται</i><br /><i>τινάσσεται</i>, που ενισχύει την ανωτέρω [[υπόθεση]] [[είναι]] [[επίσης]] αμφίβολη.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θυσανώδης]], [[θυσανωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>θυσ</i>(<i>σ</i>)<i>ανόεις</i>, [[θυσανηδόν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θυσανία]], [[θυσανώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[θυσανοειδής]], [[θυσάνουρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[θυσανοβόστρυχος]], <i>θυσανόβοτρυς</i>, [[θυσανόμορφος]], [[θυσανόπτερα]], <i>θυσανόστρωμα</i>, <i>θυσανοσωρείτης</i>]. | |||
}} | }} |