3,277,055
edits
(6_1) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰξᾰλῆ''': (οὐχὶ ἰξάλη), ἡ, δέρμα αἰγός, Ἱππ. π. Ἀγμ. 770· ἐχρησίμευεν ὡς [[ἔνδυμα]] τῶν ὑποκριτῶν ἐν τοῖς σατυρικοῖς δράμασιν, «[[ἐσθής]] σατυρικὴ» [[Πολυδ]]. Δ΄. 118. Ἐν Σχολ. Ἀριστοφ. Νεφ. 72 φέρεται ἰσάλη, ἐν Θεογνώστ. Καν. σ. 14 ἰσσέλη. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἰξαλῆ]]· αἰγὸς [[δορά]]. ἢ πηδητική». - Ἴδε παρὰ τῷ αὐτῷ καὶ τὰς λέξεις: [[ἰσσέλα]] καὶ ἰτθελᾶν ἃς ἑρμηνεύει διὰ τῆς λέξεως [[διφθέρα]]. - Πρβλ. ἀλωπεκῆ, λεοντῆ. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 320. | |lstext='''ἰξᾰλῆ''': (οὐχὶ ἰξάλη), ἡ, δέρμα αἰγός, Ἱππ. π. Ἀγμ. 770· ἐχρησίμευεν ὡς [[ἔνδυμα]] τῶν ὑποκριτῶν ἐν τοῖς σατυρικοῖς δράμασιν, «[[ἐσθής]] σατυρικὴ» [[Πολυδ]]. Δ΄. 118. Ἐν Σχολ. Ἀριστοφ. Νεφ. 72 φέρεται ἰσάλη, ἐν Θεογνώστ. Καν. σ. 14 ἰσσέλη. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἰξαλῆ]]· αἰγὸς [[δορά]]. ἢ πηδητική». - Ἴδε παρὰ τῷ αὐτῷ καὶ τὰς λέξεις: [[ἰσσέλα]] καὶ ἰτθελᾶν ἃς ἑρμηνεύει διὰ τῆς λέξεως [[διφθέρα]]. - Πρβλ. ἀλωπεκῆ, λεοντῆ. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 320. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰξαλῆ]] και ἰξάλη, ἡ (Α) [[ίξαλος]]<br /><b>1.</b> [[δέρμα]] κατσίκας<br /><b>2.</b> [[ένδυμα]] υποκριτών στα σατυρικά δράματα («ἐσθὴς σατυρική», <b>[[Πολυδ]].</b>). | |||
}} | }} |