3,274,921
edits
(6_8) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠνεκής''': -ές, φέρων, ὁδηγῶν ἐμπρός, δηλ. ἐπὶ μακρὸν ἐκτεινόμενος, ἠνεκέεσι τρίβοις Νικ. Ἀλ. 605. -Ἐπίρρ. -κέως, ὡς τὸ διηνεκῶς, [[ζανεκέως]], συνεχῶς, ἀδιακόπως, [[αὐτόθι]] 517, Ἐμπεδ. 439· [[οὕτως]], ἠνεκὲς Ἄρατ. 445· καὶ ἐπὶ χρόνου, Καλλ. Ἀποσπ. 138, Νικ. Ἀλ. 517, κτλ. Ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς παλαιοῖς συγγραφεῦσι μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις [[διηνεκής]], [[κεντρηνεκής]], ἃ ἴδε. | |lstext='''ἠνεκής''': -ές, φέρων, ὁδηγῶν ἐμπρός, δηλ. ἐπὶ μακρὸν ἐκτεινόμενος, ἠνεκέεσι τρίβοις Νικ. Ἀλ. 605. -Ἐπίρρ. -κέως, ὡς τὸ διηνεκῶς, [[ζανεκέως]], συνεχῶς, ἀδιακόπως, [[αὐτόθι]] 517, Ἐμπεδ. 439· [[οὕτως]], ἠνεκὲς Ἄρατ. 445· καὶ ἐπὶ χρόνου, Καλλ. Ἀποσπ. 138, Νικ. Ἀλ. 517, κτλ. Ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς παλαιοῖς συγγραφεῦσι μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις [[διηνεκής]], [[κεντρηνεκής]], ἃ ἴδε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἠνεκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει, που οδηγεί [[μπροστά]], που εκτείνεται [[μακριά]]<br /><b>2.</b> [[εκτεταμένος]], [[πλατύς]], [[μακρύς]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἠνεκές</i><br />[[χωρίς]] [[διακοπή]], [[συνεχώς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἠνεκέως</i> (Α)<br />αδιάκοπα, [[συνεχώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[διηνεκής]]. | |||
}} | }} |