καθυποτάσσω: Difference between revisions

18
(6_5)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθυποτάσσω''': Ἀττ. -ττω, [[ὑποτάσσω]] ἐντελῶς, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 1. 46, κτλ.
|lstext='''καθυποτάσσω''': Ἀττ. -ττω, [[ὑποτάσσω]] ἐντελῶς, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 1. 46, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[καθυποτάσσω]], Α αττ. τ. καθυποτάττω)<br />(επιτατ. του [[υποτάσσω]]) [[υποτάσσω]] [[κάτι]] ή κάποιον εντελώς, [[υποδουλώνω]], [[κατακυριεύω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συμπληρώνω]], [[επισυνάπτω]], [[προσαρτώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πάπ.</b> [[καθυπογράφω]], [[προσυπογράφω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ὑπο</i>-[[τάσσω]].
}}
}}