ἰσχιαδικός: Difference between revisions

18
(6_10)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσχιᾰδικός''': ἡ, όν, ([[ἰσχίον]]) ἀνήκων εἰς τὰ ἰσχία, [[φθίσις]] Ἰππ. 139F. ΙΙ. ἐπὶ τῶν πασχόντων ἐξ ἰσχιαλγίας, Διοσκ. 1. 35, Γαλην. ΙΙΙ. ἰαματικὸς διὰ τὴν ἰσχιαλγίαν, [[ἐπίπλασμα]] Διοσκ.. 2. 205.
|lstext='''ἰσχιᾰδικός''': ἡ, όν, ([[ἰσχίον]]) ἀνήκων εἰς τὰ ἰσχία, [[φθίσις]] Ἰππ. 139F. ΙΙ. ἐπὶ τῶν πασχόντων ἐξ ἰσχιαλγίας, Διοσκ. 1. 35, Γαλην. ΙΙΙ. ἰαματικὸς διὰ τὴν ἰσχιαλγίαν, [[ἐπίπλασμα]] Διοσκ.. 2. 205.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἰσχιαδικός]], -ή, -όν) [[ισχιάς]]<br />αυτός που πάσχει από [[χρόνια]] [[ισχιαλγία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ισχία<br /><b>2.</b> (για φάρμακα) αυτός που συντελεί στη [[θεραπεία]] της ισχιαλγίας.
}}
}}