καλοκαιρινός: Difference between revisions

18
(b)
(18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1313.png Seite 1313]] ή, όν, in schöner Zeit, sommerlich, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1313.png Seite 1313]] ή, όν, in schöner Zeit, sommerlich, Sp.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[καλοκαιρινός]], -ή, -όν) [[καλοκαίρι]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[καλοκαίρι]] ή γίνεται [[κατά]] το [[καλοκαίρι]], [[θερινός]], [[καλοκαιριάτικος]] (α. «καλοκαιρινά ρούχα» β. «καλοκαιρινό [[ταξίδι]]».<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «το κάναμε καλοκαιρινό» — φέραμε πλήρη [[αναστάτωση]], τά κάναμε όλα άνω [[κάτω]].
}}
}}