3,277,002
edits
(6_17) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακάρδιος''': -ον, ὁ ἐν τῇ καρδίᾳ ἢ πρὸς αὐτήν, πληγῆ Ἠρῳδιαν. 7. 11, 6· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., κατακάρδια βάλλειν, καιρίαν πληγήν, κατάκαρδα Μανασσ. Χρον. 4389. | |lstext='''κατακάρδιος''': -ον, ὁ ἐν τῇ καρδίᾳ ἢ πρὸς αὐτήν, πληγῆ Ἠρῳδιαν. 7. 11, 6· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., κατακάρδια βάλλειν, καιρίαν πληγήν, κατάκαρδα Μανασσ. Χρον. 4389. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατακάρδιος]], -ον (AM)<br />αυτός που βρίσκεται στην [[καρδιά]] («[[κατακάρδιος]] [[πληγή]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>κατακάρδια</i><br />εγκάρδια<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. εν. ως ουσ.</b> <i>τὸ κατακάρδιον</i><br />[[κλάδος]] της μουριάς στραμμένος [[προς]] τα [[κάτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. [[κατά]] <i>καρδίαν</i>]. | |||
}} | }} |