καταστύφω: Difference between revisions

m
no edit summary
(19)
mNo edit summary
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katastyfo
|Transliteration C=katastyfo
|Beta Code=katastu/fw
|Beta Code=katastu/fw
|Definition=[ῡ], <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">astringe</b>: metaph. in Pass., of a person, <b class="b3">αὐστηρὸς καὶ κατεστυμμένος</b> Men.Rh.<span class="bibl">p.389S.</span>; <b class="b3">τὸ κατεστ</b>. <b class="b2">sourness, harshness</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Mi.</span>46</span>.</span>
|Definition=[ῡ], [[astringe]]: metaph. in Pass., of a person, <b class="b3">αὐστηρὸς καὶ κατεστυμμένος</b> Men.Rh.p.389S.; [[τὸ κατεστυμμένον]] = [[sourness]], [[harshness]], Plu.''Cat.Mi.''46.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1383.png Seite 1383]] herb machen; pass. übertr., τοῦ Κάτωνος τὸ αὐστηρὸν καὶ κατεστυμμένον, das herbe, finstere Wesen, Plut. Cat. min. 46.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1383.png Seite 1383]] herb machen; pass. übertr., τοῦ Κάτωνος τὸ αὐστηρὸν καὶ κατεστυμμένον, das herbe, finstere Wesen, Plut. Cat. min. 46.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''καταστύφω''': ῠ, [[κάμνω]] τι στυφὸν ἢ ὄξινον, αὐστηρὸς καὶ κατεστυμμένος Walz Ρήτ. 9. 248· τὸ κατεστυμμένον, [[αὐστηρότης]], τὸ στυφόν· τοῦ Κάτωνος τὸ αὐστηρὸν καὶ κατεστυμμένον ὁρῶντες Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 46· καταπυκνῶ, διὸ ὁ Ἡσύχ. «κατέστυγεν, ἐσάρκωσεν».
|btext=[[rendre dur]], [[rendre âpre]] : [[τὸ κατεστυμμένον]] PLUT [[caractère rude]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στύφω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-στύφω [[wrang maken]]; overdr. ptc. subst. [[τὸ κατεστυμμένον]] = [[norsheid]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=rendre dur, âpre : τὸ κατεστυμμένον PLUT caractère rude.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στύφω]].
|elrutext='''καταστύφω:''' (ῡ) [[делать твердым]], [[жестким]]: [[τὸ κατεστυμμένον]] Plut. [[жесткость]], [[черствость]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταστύφω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] πολύ στυφό<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κατεστυμμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />(<b>για πρόσ.</b>) <b>μτφ.</b> [[δύστροπος]], [[δύσκολος]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τo κατεστυμμένον</i><br /><b>μτφ.</b> η [[στυφότητα]], η [[αυστηρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στύφω]] «[[είμαι]] [[στυφός]]»].
|mltxt=[[καταστύφω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] πολύ στυφό<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κατεστυμμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />(<b>για πρόσ.</b>) <b>μτφ.</b> [[δύστροπος]], [[δύσκολος]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τo κατεστυμμένον</i><br /><b>μτφ.</b> η [[στυφότητα]], η [[αυστηρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στύφω]] «[[είμαι]] [[στυφός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταστύφω:''' [ῡ], [[καθιστώ]] [[κάτι]] στυφό ή [[ξινό]] — Παθ., μτχ. παρακ. <i>τὸ κατεστυμμένον</i>, ξινότητα, [[στυφότητα]], [[τραχύτητα]], σε Πλούτ.
}}
{{ls
|lstext='''καταστύφω''': ῠ, [[κάμνω]] τι στυφὸν ἢ ὄξινον, αὐστηρὸς καὶ κατεστυμμένος Walz Ρήτ. 9. 248· τὸ κατεστυμμένον, [[αὐστηρότης]], τὸ στυφόν· τοῦ Κάτωνος τὸ αὐστηρὸν καὶ κατεστυμμένον ὁρῶντες Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 46· καταπυκνῶ, διὸ ὁ Ἡσύχ. «κατέστυγεν, ἐσάρκωσεν».
}}
}}