κατάπικρος: Difference between revisions

19
(6_16)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάπικρος''': -ον, [[λίαν]] [[πικρός]], λόγοι κατάπικροι τῇ ψυχῇ Ἑβδ. (Ἰὼβ Ϛ', 3).
|lstext='''κατάπικρος''': -ον, [[λίαν]] [[πικρός]], λόγοι κατάπικροι τῇ ψυχῇ Ἑβδ. (Ἰὼβ Ϛ', 3).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάπικρος]], -ον)<br />(επιτ. τ. του [[πικρός]]) πολύ [[πικρός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> καταλυπημένος, καταπικραμένος.
}}
}}